- περίφασις
- περίφασιςwide views overfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίφασις — άσεως, ἡ, Α [περιφαίνω] η περιφάνεια*, η ολοκάθαρη θέα … Dictionary of Greek
περιφάσεις — περίφασις wide views over fem nom/voc pl (attic epic) περίφασις wide views over fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)